Το Σύνδρομο Raynaud (Ρεϊνό) αποτελεί μία από τις συχνότερες αγγειοσυσπαστικές διαταραχές. Πρόκειται για μία πάθηση που εκδηλώνεται κυρίως με αδυναμία σωστής κυκλοφορίας του αίματος στα άνω και κάτω άκρα. Το χρώμα στα άκρα αλλάζει κυρίως στα δάχτυλα (ωχρό ή μωβ) και επιδεινώνεται σε διάφορες καταστάσεις αυξημένου stress.
Ποια είναι τα βασικά αίτια του συνδρόμου Raynaud;
Πρόκειται για μία, κυρίως, ιδιοπαθή πάθηση, της οποίας τα αίτια δεν είναι σαφή, ενώ πολλές φορές εμφανίζεται σε άτομα με συναφές οικογενειακό ιστορικό. Ωστόσο, η δευτερεύουσα μορφή της θεωρείται συχνά επακόλουθο αγγειακής βλάβης ή κάποιας άλλης συγγενούς νόσου, όπως για παράδειγμα ρευματικές παθήσεις ή αυτοάνοσα νοσήματα. Επιπλέον, το σύνδρομο Raynaud σχετίζεται συχνά με ορμονικές διαταραχές, αλλά και με ορθοπαιδικές παθήσεις, όπως είναι το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα. Τέλος, το κάπνισμα, η παχυσαρκία και η έλλειψη τακτικής σωματικής άσκησης είναι παράγοντες που επιβαρύνουν την πάθηση.
Ποια είναι τα συμπτώματα του συνδρόμου Raynaud;
Όπως είναι λογικό, η στένωση τον αγγείων και η μειωμένη κυκλοφορία του αίματος προκαλούν αίσθημα πόνου στα άκρα, καθώς και αίσθημα μουδιάσματος. Επιπλέον, το χρώμα στα άκρα, και κυρίως στα δάχτυλα, αλλάζει, καθώς γίνεται ωχρό (κιτρινωπό), μωβ ή ενίοτε κόκκινο. Συνήθως τα συμπτώματα εμφανίζονται συμμετρικά, δηλαδή αφορούν και στα δύο άκρα ταυτόχρονα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα συμπτώματα εντείνονται όταν το σώμα εκτίθεται στο κρύο (χειμώνας) ή σε περιόδους έντονου άγχους.
Ποια είναι η κατάλληλη αντιμετώπιση;
Δυστυχώς, δεν υπάρχει ξεκάθαρη θεραπεία για το σύνδρομο Raynaud (Ρεϊνό). Τα άτομα που πάσχουν από αυτό μπορούν μόνο να ανακουφιστούν προσωρινά, ζεσταίνοντας τα μέρη που πάσχουν ή χρησιμοποιώντας θερμαντικά σκευάσματα (αλοιφές). Επιπλέον, ορισμένα φαρμακευτικά σκευάσματα, όπως η νιφεπιδίνη, ή ενδοφλέβια θεραπεία με προσταγλανδίνες μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά τα συμπτώματα της πάθησης.
Μία άλλη θεραπεία αποτελεί η έγχυση αναισθητικού και αλκοόλης με τη βοήθεια αξονική τομογραφίας στην περιοχή των γαγγλίων του συμπαθητικού νευρικού συστήματος που προκαλούν αγγειοσύσπαση. Σε σπάνιες περιπτώσεις, ο αγγειοχειρουργός μπορεί να προτείνει χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία αφαιρούνται αυτά τα γάγγλια (θωρακική και οσφυϊκή συμπαθεκτομή) που προκαλούν αγγειοσύσπαση στις πάσχουσες περιοχές.
Τέλος, η κλινική εκτίμηση από αγγειοχειρουργό κρίνεται απαραίτητη σε περιπτώσεις που η πάθηση εμφανίζεται διαρκώς (δεν ηρεμούν τα συμπτώματα), καθώς υπάρχει κίνδυνος μόνιμης απόφραξης των αρτηριών.